- καθολκός
- καθολκ-ός, ὁ,A = καθολκεύς, Gal.18(1).786.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καθολκός — καθολκός, ον (Α) [καθέλκω] 1. αυτός που καθέλκει, που σύρει προς τα κάτω 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ καθολκός είδος επιδέσμου, καθολκεύς … Dictionary of Greek